- χοντροδουλευτής
- ο, Ν [χοντροδουλεύω]1. αυτός που κάνει σκληρή δουλειά2. αυτός που φτειάχνει κάτι βιαστικά και κακότεχνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντροδουλευτής — ο εργάτης που κάνει βαριές εργασίες, εργάτης που εργάζεται σκληρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)